Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και το βλέμμα μου χάνεται στο ασπρισμένο πλακόστρωτο. Πάσχα πλησιάζει και η σπιτονοικυρά έβαλε την Τασία να περάσει με ασβέστη την αυλή μας, θέλει να της θυμίζει το νησί της, την Άνδρο. Έχει φυτέψει και μια κόκκινη μπουκαμβίλια που σκαρφαλώνει πάνω στον άσπρο τοίχο και από μακριά μοιάζει σαν να είναι ματωμένος.
Την Κυριακή θα μαζευτούν όλοι εδώ. Ο Βαγγέλης που κάθεται στου Ψυρρή, ο Νίκος και ο Τάσος από το Φάληρο και εδώ οι δικοί μας. Θα φτιάξουμε μια πρόχειρη ψησταριά. Θα βάλουμε τα καλά μας κουστούμια, αυτά που αγοράσαμε από την Αθήνα μπριγιαντίνη στο μαλλί και θα γυαλίζουμε. Κρασί από το καρβουνιάρικο, το καλό του, όχι αυτό που μας δίνει συνήθως ο τσιγγούναρος ο κυρ.Θανάσης. Το Πάσχα μας περιποιείται, του 'ρχεται μάλλον ντροπή για τον πατέρα, μπορεί και όχι. Ο πατέρας μου έκλεισε τα πενήντα πέντε φέτος, αλλά όσα χρόνια τον θυμάμαι έμοιαζε με παππού. Του ήρθαν όλα ανάποδα, ίσως φταίει και αυτό. Είναι αυτό που λένε καμιά φορά ότι όταν γεννήθηκε οι μοίρες λείπανε ταξίδι. Μόλις έξι χρονών πέθανε ο πατέρας του και εκείνος έγινε προστάτης του σπιτιού. Πρόλαβε και έμαθε λίγα γράμματα στο σχολείο και ύστερα το παράτησε. Όπου ήθελαν χέρια για βοήθεια πήγαινε. Βόσκαγε πρόβατα, έκανε χωράφι, κατέβαζε φορτώματα ξύλα από το βουνό, κουβάλαγε στις λεπτές πλάτες τους τα δοχεία γεμάτα νερό από τη βρύση. Ήταν προκομμένος και δουλευτεράς. Μετά έζησε και τον πόλεμο. Κόντεψε να πεθάνει από τα κρυοπαγήματα, το ξεπέρασε και αυτό. Ύστερα για να τον τιμήσουν που κόντεψε να πεθάνει, του έδωσαν για παράσημο άδεια λούστρου, στην οδό Αθηνάς, δίπλα στο δημαρχείο να καθαρίζει τις βρωμιιές των Αθηναίων. Και όμως πάντα λέει Δόξα τω Θεώ!
Τέτοιες μέρες το μυαλό μου χάνεται στο χωριό. Τρία χρόνια έχω που το άφησα πίσω μου εκείνο το Φθινοπωρινό απόγευμα μαζί με το Γιάννη. Και θα κάνω άλλα τόσα. Μπορεί και περισσότερα. Έφυγα με κοντό παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια, εκείνα που φορούσα. Εδώ κάθε μέρα είναι ίδια με την άλλη, δεν υπάρχει Πάσχα, γιορτή, Χριστούγεννα. Θυμάμαι πέρσι Μεγάλο Σάββατο βράδυ έφυγα στις οχτώ από τη δουλειά και πήγα για ύπνο. Ήθελα μόνο να κοιμηθώ.
Μαζεύω λεφτά, σε έξι μήνες θα έχω φύγει από εδώ. Έστειλα γράμμα στον Στράτο, τον ξάδερφό μου, μου είχε πει ότι θέλει να φύγει και αυτός. Ο κουμπάρος του είναι στη Σουηδία, του είπε ότι χρειαζόμαστε πρόσκληση για να μπούμε μέσα. Θα μας βρει δουλειές. Ελπίζω του χρόνου τα Χριστούγεννα να με βρουν εκεί. Θα με βρουν.
***
Την αρχή έκανε η Ευγενία και εγώ άφησα το μυαλό μου ελεύθερο. Σου έδωσα μια γεύση πολύ μικρή αλλά εκεί γυρνά το μυαλό μου. Αυτή είναι η ιστορία μου.
Σε φιλώ
Λαμπρινή
Την Κυριακή θα μαζευτούν όλοι εδώ. Ο Βαγγέλης που κάθεται στου Ψυρρή, ο Νίκος και ο Τάσος από το Φάληρο και εδώ οι δικοί μας. Θα φτιάξουμε μια πρόχειρη ψησταριά. Θα βάλουμε τα καλά μας κουστούμια, αυτά που αγοράσαμε από την Αθήνα μπριγιαντίνη στο μαλλί και θα γυαλίζουμε. Κρασί από το καρβουνιάρικο, το καλό του, όχι αυτό που μας δίνει συνήθως ο τσιγγούναρος ο κυρ.Θανάσης. Το Πάσχα μας περιποιείται, του 'ρχεται μάλλον ντροπή για τον πατέρα, μπορεί και όχι. Ο πατέρας μου έκλεισε τα πενήντα πέντε φέτος, αλλά όσα χρόνια τον θυμάμαι έμοιαζε με παππού. Του ήρθαν όλα ανάποδα, ίσως φταίει και αυτό. Είναι αυτό που λένε καμιά φορά ότι όταν γεννήθηκε οι μοίρες λείπανε ταξίδι. Μόλις έξι χρονών πέθανε ο πατέρας του και εκείνος έγινε προστάτης του σπιτιού. Πρόλαβε και έμαθε λίγα γράμματα στο σχολείο και ύστερα το παράτησε. Όπου ήθελαν χέρια για βοήθεια πήγαινε. Βόσκαγε πρόβατα, έκανε χωράφι, κατέβαζε φορτώματα ξύλα από το βουνό, κουβάλαγε στις λεπτές πλάτες τους τα δοχεία γεμάτα νερό από τη βρύση. Ήταν προκομμένος και δουλευτεράς. Μετά έζησε και τον πόλεμο. Κόντεψε να πεθάνει από τα κρυοπαγήματα, το ξεπέρασε και αυτό. Ύστερα για να τον τιμήσουν που κόντεψε να πεθάνει, του έδωσαν για παράσημο άδεια λούστρου, στην οδό Αθηνάς, δίπλα στο δημαρχείο να καθαρίζει τις βρωμιιές των Αθηναίων. Και όμως πάντα λέει Δόξα τω Θεώ!
Τέτοιες μέρες το μυαλό μου χάνεται στο χωριό. Τρία χρόνια έχω που το άφησα πίσω μου εκείνο το Φθινοπωρινό απόγευμα μαζί με το Γιάννη. Και θα κάνω άλλα τόσα. Μπορεί και περισσότερα. Έφυγα με κοντό παντελόνι και ένα ζευγάρι παπούτσια, εκείνα που φορούσα. Εδώ κάθε μέρα είναι ίδια με την άλλη, δεν υπάρχει Πάσχα, γιορτή, Χριστούγεννα. Θυμάμαι πέρσι Μεγάλο Σάββατο βράδυ έφυγα στις οχτώ από τη δουλειά και πήγα για ύπνο. Ήθελα μόνο να κοιμηθώ.
Μαζεύω λεφτά, σε έξι μήνες θα έχω φύγει από εδώ. Έστειλα γράμμα στον Στράτο, τον ξάδερφό μου, μου είχε πει ότι θέλει να φύγει και αυτός. Ο κουμπάρος του είναι στη Σουηδία, του είπε ότι χρειαζόμαστε πρόσκληση για να μπούμε μέσα. Θα μας βρει δουλειές. Ελπίζω του χρόνου τα Χριστούγεννα να με βρουν εκεί. Θα με βρουν.
***
Την αρχή έκανε η Ευγενία και εγώ άφησα το μυαλό μου ελεύθερο. Σου έδωσα μια γεύση πολύ μικρή αλλά εκεί γυρνά το μυαλό μου. Αυτή είναι η ιστορία μου.
Σε φιλώ
Λαμπρινή
Καταπληκτικό!!
ΑπάντησηΔιαγραφή