Μεγάλο Σάββατο. Είμαι εδώ στην εξοχή, σε ένα αγαπημένο μέρος. Βγαίνω στον κήπο και βλέπω στο βάθος τη θάλασσα, ήρεμη και μπλε να με αγκαλιάζει. Όπου και αν κοιτάξω, θυμάμαι εκείνον. Γύρω παντού πράγματα που έφτιαξε με τα χέρια του. Το μικρό εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα, που έφτιαξε ολομόναχος πρώτο, πριν ακόμα μπουν εδώ θεμέλια για το σπίτι.
Μετά ακριβώς από δίπλα φύτεψε έναν πλάτανο. Τότε ήταν ένα μικρό κλαράκι, θυμάμαι ότι στην αρχή είχε ένα βάλει ένα ξύλο για να το στηρίζει από τον άνεμο. Τώρα πια είναι ένα τεράστιο δέντρο με χοντρό κορμό και όμορφη φυλλωσιά. Η δροσιά που περνά από μέσα του το κάνει καμιά φορά να ακούγεται σαν να μας μιλά. Λίγο πιο δίπλα αργότερα έφτιαξε μια βρύση. Είχε βάψει τους αρμούς ανάμεσα στις λευκές πέτρες, αλλά όχι όλες, είχε κάνει μόνο την αρχή. Το είχε αφήσει στη μέση. Δεν ξέρω τι θα ήθελε, να το αφήσω έτσι ή να το τελειώσω. μάζευα εγώ για τη σαλάτα ή τα φαγητά. Η ντομάτες του ήταν πολύ νόστιμες, σπανίως σήμερα τρως τέτοια ντομάτα.
Καμιά φορά κοιτώντας τη βρύση τον θυμάμαι να κάθεται στο σκαμνάκι και να τοποθετεί μια μια τη λευκή πέτρα. Τον Απρίλη συνήθως έφτιαχνε και το μποστάνι του, έβαζε ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές, μελιτζάνες, απ΄ όλα τα καλά και το καλοκαίρι πήγαινα καμιά φορά και τα
Το Μεγάλο Σάββατο γυρνούσε σχετικά νωρίς από τη δουλειά. Νήστευε όλο το σαρανταήμερο. Έκανε τις ετοιμασίες του για το Πάσχα, έφτιαχνε τις ψησταριές του και ότι άλλο χρειαζόταν.
Από τότε που έφυγε, πάνε έξι χρόνια πια και όμως μοιάζει σαν να μην έφυγε ούτε μέρα, το Μεγάλο Σάββατο, το βράδυ της Ανάστασης, με συγκινεί πολύ, αισθάνομαι λες και υπάρχει ελπίδα, λες και πράγματι Ανέστη και υπάρχει συνέχεια και δεν τελειώνουν όλα. Αυτή η τρελή που κλαίει όταν ακουστεί το Χριστός Ανέστη και τα χαρμόσυνα χτυπήματα της καμπάνας είμαι εγώ. Γιατί πιστεύω ότι τίποτα δεν τέλειωσε. Το Μεγάλο Σάββατο, τους θυμάμαι όλους όσους έφυγαν με τη σειρά. Αυτούς που έφυγαν και μου λείπουν τόσο πολύ και το Πάσχα πια δε μοιάζει σε τίποτα, όπως τότε που ήταν εδώ.
Σου εύχομαι καλή Ανάσταση, με υγειά κοντά σε αυτούς που αγαπάς.
Σε φιλώ
Λαμπρινή
Το Μεγάλο Σάββατο γυρνούσε σχετικά νωρίς από τη δουλειά. Νήστευε όλο το σαρανταήμερο. Έκανε τις ετοιμασίες του για το Πάσχα, έφτιαχνε τις ψησταριές του και ότι άλλο χρειαζόταν.
Από τότε που έφυγε, πάνε έξι χρόνια πια και όμως μοιάζει σαν να μην έφυγε ούτε μέρα, το Μεγάλο Σάββατο, το βράδυ της Ανάστασης, με συγκινεί πολύ, αισθάνομαι λες και υπάρχει ελπίδα, λες και πράγματι Ανέστη και υπάρχει συνέχεια και δεν τελειώνουν όλα. Αυτή η τρελή που κλαίει όταν ακουστεί το Χριστός Ανέστη και τα χαρμόσυνα χτυπήματα της καμπάνας είμαι εγώ. Γιατί πιστεύω ότι τίποτα δεν τέλειωσε. Το Μεγάλο Σάββατο, τους θυμάμαι όλους όσους έφυγαν με τη σειρά. Αυτούς που έφυγαν και μου λείπουν τόσο πολύ και το Πάσχα πια δε μοιάζει σε τίποτα, όπως τότε που ήταν εδώ.
Σου εύχομαι καλή Ανάσταση, με υγειά κοντά σε αυτούς που αγαπάς.
Σε φιλώ
Λαμπρινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σας άρεσε αυτό που διαβάσατε; Αφήστε στο μπλοκ ένα σχόλιο!