Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

18 χρόνια μετά...


Το ημερολόγιο έλεγε 20/02/2002
ένα λεωφορείο γεμάτο ψάρια, πίσω καθόταν οι παλιοί, μας κοιτούσαν και γελούσαν,  ίσως θυμήθηκαν και τα δικά τους, ίσως δεν έδωσαν σημασία. Κατέβηκα στη στάση, μόνη μου, δεν ήξερα κανέναν. Ντρεπόμουν πολύ, είχε συννεφιά, ήταν έτοιμο να πιάσει βροχή, κρίμα δεν μπορούσαν να κρυφτώ πίσω από τα γυαλιά ηλίου, θα ήμουν σαν ψαρωμένο με γυαλιά.  Μπαίνω μέσα σε μια αίθουσα και δεν ξέρω κανέναν, δεν ρωτάω κανέναν. Με πιάνει ένα αίσθημα ασφυξίας.
Βγαίνω και τρέχω πίσω στην στάση, έφυγα με το ίδιο λεωφορείο, δεν έμεινα ούτε πέντε λεπτά. Μετά από κανά μισάωρο μπαίνω μέσα στο σπίτι. Η μάμα με ρωτάει τι συνέβη γιατί γύρισα τόσο νωρίς. Εγώ της περιγράφω την πρώτη μέρα στο ΤΕΙ! Ναι αυτή ήταν η πρώτη μέρα στο ΤΕΙ. Την επόμενη μέρα ήμουν αποφασισμένη, θα πήγαινα και θα μιλούσα ότι και αν γινόταν. Ξανά τα ίδια, ξεκίνησα από τη στάση, ξανά το δρομολόγιο, ξανά συννεφιά....Φτάνω στη σχολή, μπαίνω στην αίθουσα, είχε έδρανα ενιαία αλλά όχι αμφιθεατρικά τοποθετημένα. Εξετάζω το χώρο, ήταν γεμάτο με παιδιά, οι περισσότεροι γνωρίζονται ήδη, κάθονται σε πηγαδάκια και μιλάνε δυνατά και γελάνε, μα πότε πρόλαβαν να γνωριστούν κιόλας; Τώρα τι θα κάνω; Δεν υπάρχει περίπτωση να ξαναφύγω με τα ίδια εισιτήρια τέλος! Βλέπω σε ένα έδρανο ένα κορίτσι να κάθεται μόνη της. Α ωραία εκεί θα πάω σκέφτηκα.
<<Γεια σου, κάθεται κάποιος εδώ>>; Της είπα με ευγένεια,
<<Όχι κάτσε>>! μου απάντησε φανερά ενθουσιασμένη!
<<Λαμπρινή>>
<<Νίκολα, χάρηκα>>
<<Και εγώ>> της είπα!
<<Ξέρεις ήρθα και χθες αλλά δε μου μίλησε κανείς και έφυγα>>
<<Αλήθεια! Το ίδιο συνέβη και σε μένα, αφού σκεφτόμουν μήπως έχω εγώ κάτι>> 
                                                                    ..........
Και αυτός ήταν ο πρώτος διάλογος που έκανα με άνθρωπο στην σχολή και αυτή είναι η Νίκολα που μας πάντρεψε οκτώ χρόνια μετά! 

Και από εμάς τις δύο τελικά γίναμε πολλοί και μετά μείναμε οκτώ. 
Δεν ξέρω τι είσαι εσύ εδώ που διαβάζεις, είσαι μάνα που το παιδί σου σπουδάζει κάπου μακριά, είσαι της ίδιας ηλικίας με εμένα και σπούδασες μακριά από το σπίτι σου, είσαι φοιτητής τώρα, είσαι μαθητής, ότι και αν είσαι θέλω να σου μιλήσω λίγο για εκείνα τα τέσσερα χρόνια που έζησα σε μια κουκκίδα του χάρτη. Στο Λονδίνο της Ελλάδας που βρέχει 300 μέρες το χρόνο! Που έκανα φίλους αδελφικούς από διάφορα μέρη της χώρας και αυτό δεν είναι μια κουβέντα για να την πω έτσι όπως τα λένε οι άνθρωποι αλλά γιατί ισχύει. 
Σκεφτόμουν σήμερα, πώς είναι να στέλνεις το παιδί σου μακριά για σπουδές, πόσο δύσκολο είναι να κοιμάσαι και να σκέφτεσαι ότι το παιδί σου ίσως σε χρειάζεται, ίσως είναι άρρωστο, ίσως βγήκε έξω και μέθυσε, ίσως φοβάται επειδή άκουσε έναν ήχο. Οι δικοί μου γονείς ήταν ήσυχοι για μένα στις σπουδές, σίγουρα έλειπε ο ένας στον άλλον αλλά ξέραν ότι δεν ήμουν μόνη μου, ότι η παρέα μου ήταν άνθρωποι σωστοί που με νοιαζόταν και τους νοιαζόμουν και εγώ. 
Και ξέρεις οι μέρες στις σπουδές περνούν κάθε μέρα λες και είσαι σε διακοπές, ξυπνάς το πρωί πας για καφέ, πας σχολή και ενδιάμεσα πάλι για καφέ, μετά για φαγητό, μετά για καφέ και πάλι, τότε εμείς παίζαμε κιόλας με τις ώρες μπιρίμπα και τρίβιαλ, μετά αλλάζαμε και βγαίναμε για ποτό. Όπως κατάλαβες εκείνο το σπίτι δε μας έβλεπε ποτέ. Άσε που τη μια έμενες σπίτι σου, την άλλη σε φιλοξενούσε κάποιος άλλος, την τρίτη φιλοξενούσες εσύ και έτσι σχεδόν ποτέ δεν ήσουν μόνος σου. Τα Σάββατα που βγαίναμε το είχαμε για καλό να βγούμε νωρίς να πάμε να πιούμε το ημίγλυκο στο Μαντείο που είχε και μεζέ και μετά αφού είχαμε ζεσταθεί γυρνάγαμε τα κλαμπ και τα ξημερώματα για σβήσιμο κρέπα ή καποια άλλη βρωμιά για να φτιάξει το στομάχι. Τότε πηγαίναμε μπουζούκια καθημερινές και μπορεί να φοράγαμε και τα τζιν και σπορτέξ, όπως ήμασταν από τη σχολή, τόση επισημότητα.
Την εποχή των σπουδών πίναμε πολύ, πίναμε όταν ήμασταν χαρούμενοι, όταν ήμασταν λυπημένοι, όταν δεν υπήρχε λόγος, πίναμε έτσι. Από τότε έχω να πιω. Τα γέμισα τότε τα αποθέματα αλκόολ στο αίμα μου και δεν αντέχει άλλο. 
Επίσης δεν πρέπει να ξεχάσω το μενού του φοιτητή. Εγώ το είχα πάντα στο πρόγραμμα να φτιάξω μακαρόνια με τυρί συνήθως Δευτέρα. Έβαζα ένα πακέτο και έτρωγα δυο μέρες. Μετά κανένα κοτοπουλάκι ή κανένα μπριζολάκι ψητό και από κει και πέρα μια μέρα  Goody's και μετά ανακαλύψαμε την Pizza Venezia και καταστραφήκαμε. Είχε λοιπόν ένα σνίτσελ κοτόπουλο με κρέμα και μανιτάρια και πατάτες και πάνω από τις πατάτες λιωμένο γκούντα. Από δαύτο, είχαμε φάει τόνους κοτόπουλα οι οκτώ της παρέας! 
Και όπως κάθε παρέα είχαμε και τα του  Beverly hills, που λέω εγώ, δηλαδή τα ζευγαράκια. Ένα από αυτά έδεσε τότε, αγαπήθηκαν παράφορα, παντρεύτηκαν και τώρα έχουν και το μωράκι τους! Μεγάλος έρωτας. 
Τότε λοιπόν την εποχή εκείνη, νιώθαμε ότι όλα όσα συνέβαιναν σε εκείνη την μικρή κουκκίδα του χάρτη μεταξύ μας, τα γέλια οι χαρές, οι τσακωμοί ήταν το κέντρο του κόσμου. Όλα όμως, γιατί δεν είχαμε με κάτι άλλο να ασχοληθούμε εκτός από τις παρακολουθήσεις και τις εξεταστικές, που εκεί έσφιγγαν λίγο τα πράγματα αλλά και πάλι μη φανταστείς. 
Οι φίλοι μου, ήταν μοναδικοί, ο ένας ήταν ο τραγουδιστής, ο άλλος ήταν ο σοβαρός, ο τρίτος ήταν ο χωρατατζής, ο επόμενος ήταν ο οξύθυμος με την ζεστή καρδιά, ο άλλος ήταν ο ψυχολόγος, είχαμε από όλα, ο καθένας ήταν ένας και μοναδικός στο είδος του και συμπλήρωνε υπέροχα αυτή τη μαγική παρέα. Και είναι πολύ δύσκολο να βρεις τόσους ανθρώπους να ταιριάξεις αλλά να που έγινε. Δεν είμαστε πια η καθημερινότητα ο ένας για τον άλλο, αλλά έχω εδώ και δέκα μέρες που μας ξαναένωσα με ένα γκρουπάκι από αυτά που φτιάχνουμε στο βάιμπερ για να κρατήσουμε επαφή με τους κοντινούς μας και μέσα σε αυτές τις μέρες ξαναγίναμε πάλι η παρέα η παλιά από τα φοιτητικά μας χρόνια που πια μεγαλώσαμε και γίναμε γονείς αλλά είμαστε κατά βάθος ακόμα παιδιά και γελάμε ακόμα με εκείνα τα παλιά και όταν χρειαστεί μιλάμε σαν μεγάλοι και στηρίζουμε ο ένας τον άλλον και αγαπιόμαστε πολύ. Και αν για κάτι είμαι τυχερή είναι για τους ανθρώπους που έφερε η τύχη στο δρόμο μου. Και για αυτούς τους οκτώ αλλά και για τους άλλους που δεν άξιζαν το χρόνο μου και την ενέργειά μου αλλά και εκείνοι για κάποιο λόγο βρέθηκαν εκεί, για να με διδάξουν και να πάρω το μάθημά μου. Και μπορεί η σπουδή μου εκεί να ξεκίνησε από ένα δυσλειτουργικό πιστέυω, μπορεί να εξάσκησα το επάγγελμα του οποίου αξιώθηκα το πτυχίο μόνο για δυο χρόνια, εντούτοις όμως δε το κρατάω στο τεφτέρι μου σαν αποτυχία, όχι γιατί εθελοτυφλώ αλλά γιατί κέρδισα φίλους- αδελφούς για μια ζωή και γιατί είδα τόσα όσα δεν θα είχα δει αν δεν είχα φύγει τότε, στα είκοσι από το σπίτι μου. Γιατί γύρισα ένας άλλος εντελώς άνθρωπος που δεν ντρεπόταν να μιλήσει και να κάνει την αρχή, ένας άνθρωπος με αυτοπεποίθηση και δύναμη. 
Αγαπημένοι μου φίλοι, χρόνια πολλά για την επέτειο φιλίας μας, να είστε όλοι καλά με τις οικογένειές σας, με τους υπέροχους ανθρώπους που διάλεξατε να σας συντροφεύουν στη ζωή σας και εύχομαι να ξανανταμώσουμε σύντομα από κοντά όλοι μαζί. Σας αγαπώ πάρα πολύ.

Υ.Γ 1: Αν ένα τραγούδι χαρακτηρίζει τα χρόνια που περάσαμε μαζί εκεί είναι αυτό που τραγούδαγε ο αγαπημένος μας τραγουδιστής: Γιατί πάντα όταν το ακούω σε σκέφτομαι αγαπημένε μου, η Νο1 Φαν σου!


Υ.Γ 2: Σήμερα μου θύμισε η μαμά μου τη μέρα που ήρθε το φορτηγό για να φορτώσουμε τα πράγματα και να γυρίσουμε στην Αθήνα. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε βγει και το γλεντήσαμε στα μπουζούκια, ήρθατε όλοι σας τα χαράματα και κάνατε τη μετακόμιση μόνοι σας! Η μαμά μου είχε καλέσει κάποιους εργάτες και τους έδιωξε όταν σας είδε να κατεβάζετε κούτες με τα πόδια τρείς ορόφους. Πήγα και πήρα μπουγάτσες, τις φάγαμε, αγκαλιαστήκαμε και με δάκρυα στα μάτια πήρα το δρόμο για το σπίτι γιατί ένιωθα σαν να φεύγω δεύτερη φορά από το σπίτι μου.  Μου είπε να σας ευχαριστήσω γι'αυτό. Το θυμάται πάντα με συγκίνηση.
Υ.Γ 3:Σας ευχαριστώ για όλα!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας άρεσε αυτό που διαβάσατε; Αφήστε στο μπλοκ ένα σχόλιο!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...