Σάββατο 11 Μαΐου 2019

Μαμά 37/365

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Αύριο είναι η γιορτή της μητέρας. Τα παιδιά μου έχουν φέρει κάρτες ήδη, η Σοφία μου κράτησε μια για έκπληξη, θα μου τη δώσει αύριο είπε. Ο Στέφανος, όταν μου την έδωσε την είχε κρύψει πίσω  από την την πλάτη του και χαμογελούσε! Μου την έδωσε στα πεταχτά και με το ζόρι τον έσφιξα για μια αγκαλιά (αχ αυτά τα αγόρια!)
Την άλλη φορά που η Σοφία δεν είχε σχολείο, πήγαμε μια βόλτα στο Μολ και εκεί είδαμε  ότι το ΗΜ είχε βγάλει σειρά μαμά-κόρη! Ήταν η πρώτη φορά που πήραμε κάτι ίδιο εγώ και η Σοφία. Εκείνη χάρηκε πολύ και ανυπομονεί να τα φορέσουμε μαζί.




Όταν ήταν πιο μικρή είχαμε αγοράσει και οι δυο τα σταν σμιθ και πηγαίναμε σετάκι! Είχα ενθουσιαστεί πολύ. Και μετά σκέφτηκα ότι οι περισσότερες μαμάδες σήμερα είμαστε κάπως έτσι. Θυμήθηκα αμέσως μετά τη δική μου μαμά. Για την οποία δε σου έχω μιλήσει σχεδόν ποτέ, ίσως να νομίζεις ότι μάλλον δεν υπάρχει μάνα της πολκας, ότι μάλλον ξεφύτρωσε, αφού για τα περισσότερα κεφάλαια της ζωής μου κάτι έχεις ακούσει. Η μαμά μου λοιπόν, όταν γεννήθηκα ήταν είκοσι χρονών. (Όταν ήμουν εγώ είκοσι χρονών, σπούδαζα και έκανα τη ζωάρα μου ξυπνώντας στις δύο κάθε μεσημέρι και ξενυχτώντας κάθε βράδυ ως τα ξημερώματα!). Με μεγάλωσε χωρίς βοήθεια, γιατί η μια γιαγιά ήταν πολύ μακριά και η άλλη δούλευε πολύ. Οι  μπαμπάδες την εποχή εκείνη συνήθως δούλευαν πολύ και δεν συμμετείχαν σε πολλά στο μεγάλωμα τον παιδιών, ο δικός μου δηλαδή, ο δικός σου μπορεί να είχε περισσότερο χρόνο.Αν και τόσο μικρή ηλικιακά, εγώ πάντα τη θεωρούσα μεγάλη. Δηλαδή δε θυμάμαι τη μαμά μου να φοράει σπορτεξ, ή μπακπακ, όπως εμείς σήμερα. Η μαμά μου ήταν και είναι ο ορισμός της μαμάς. Λες και αυτός ο ρόλος ήταν ο κυρίαρχος της ζωής της, ήταν πάντα παρούσα, ο σοφέρ μας μέχρι πολύ μεγάλες, ο σεφ μας, ο στυλίστας μας, η νοσοκόμα μας (άγρυπνη, ουαι και κανείς αρρώσταινε, από πάνω του με το θερμόμετρο και τα αντιπυρετικά, την κοτόσουπα στο στανμπαι και τους χυμούς & να σε ρωτάει μετά από  πέντε λεπτά, <<πώς είσαι;>> <<είσαι καλύτερα;>>) αργότερα ο ψυχολόγος,  διαιτητής και δικηγόρος στους καθημερινούς μας καυγάδες, ραφτάκος μας όταν ξηλωνόταν κάτι ( εγώ δεν ξέρω ακόμα να ράψω κουμπί, αν ράψω κάτι ή είναι στραβό ή αν ράψω κουμπί το έρμο ασφυκτιά τόσο πάνω στο ύφασμα που είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται να ξαναπάει ποτέ πουθενά) και άλλα πολλά. Όταν λοιπόν η μαμά μου ήταν τριάντα έξι, όσο εγώ σήμερα, είχε δυο παιδιά στην εφηβεία ( ναι εγώ δεν την πέρασα την εφηβεία μου στην ώρα της, την πέρασα στα τριάντα οπότε συνεχίστηκε και αργότερα ο αγώνας της μάνας) και εγώ συνέχισα και τότε να τη θεωρώ μεγάλη στα μάτια μου. Ξέρεις πότε κατάλαβα ότι δεν είναι τελικά τόσο μεγάλη; Όταν έκανα και εγώ παιδί. Τότε για πρώτη φορά θαύμασα το γεγονός πώς ενώ δεν ήταν μεγάλη και δεν είχε ζήσει πολλά πράγματα στη ζωή της, ωστόσο, ήταν πάρα πολύ υπεύθυνη στο ρόλο που είχε αναλάβει. Τον έβαλα πάνω απ' όλα και άφησε τον εαυτό της λίγο απ' έξω. Τα νιάτα της λίγο απέξω. Δηλαδή εγώ σαν παιδί δε θυμάμαι ούτε μια φορά να μην είμαι όλο το καλοκαίρι με τους γονείς μου! Δεν μας άφηνε ποτέ και πουθενά, σε κανέναν, για να πάει κάπου μόνη της με τον άντρα της, λες και εκείνοι δεν είχαν την ανάγκη να βρεθούν κάπου οι δυο τους σαν ζευγάρι χωρίς τα σκασμένα από κοντά να γκρινιάζουν, να μαλώνουν και να ζητάνε πατάτες τηγανητές στις έντεκα το βράδυ. Όχι αγάπη μου η κουζίνα κλείνει στις εννέα. Τί; Δε νυστάζεις; Θα πας στο κρεβάτι σου και θα κοιμηθείς να ξεκουραστώ και εγώ λίγο! Αυτός είναι ένας διάλογος που δεν ακούστηκε ποτέ στο πατρικό μου σπίτι. Η κουζίνα ήταν πάντα ανοιχτή, τα καλοκαίρια κοιμόμασταν ότι ώρα θέλαμε η μόνη δουλειά που είχαμε είναι να παίζουμε. Δεν βοηθούσαμε σε τίποτα τη μαμά, ακόμα και νερό εκείνη μας έφερνε.
Τώρα που τα βλέπω όλα αυτά γραμμένα εδώ βλέπω ότι από τη μια δεν υπήρχαν όρια αλλά αυτό ήταν από τη μια σε βάρος της μαμάς μου. Εκείνη δηλαδή, κουραζόταν τόσο πολύ για να κάνει όλα αυτά σε εμάς, τις γαϊδούρες-κακ(λ)ομαθημένες.
Εγώ είχα βάλει από την μέρα νούμερο 1 κάποια όρια στον εαυτό μου, ή μάλλον όχι νούμερο 1 γιατί δεν ήξερα που παν τα 4 αλλά πες από την #40 που λίγο μπήκα σε σειρά. Στο δε Στέφανο τα όρια είχαν μπει εξ 'αρχής.
Αν με ρωτάς δεν ξέρω τι είναι πιο σωστό, νομίζω η ισορροπία στο να είναι όλοι ευτυχισμένοι. Δηλαδή να μην καταπιέζεται κανείς από τον άλλον. Είμαστε πολλές ώρες της ημέρας μαζί και είναι όμορφο να είναι ουσιαστικές και γεμάτες φιλιά, αγάπη και γέλιο και όλοι ευτυχισμένοι. Αν δεν υπάρχει αυτή η ισορροπία που σε κάθε σπιτικό λειτουργεί αλλιώς τότε το σύστημα δε θα λειτουργήσει.

Αυτό το σημερινό ποστ το αφιερώνω στη μαμά μου, που λογικά όταν το διαβάσει θα κλάψει, όπως έκανε πάντα σε τέτοιες περιστάσεις, κάρτες, λουλούδια, σχολικές γιορτές, παρελάσεις και τα συναφή.

Σε ευχαριστώ για όλα & χρόνια πολλά για άυριο.

Σε φιλώ

Λαμπρινή

2 σχόλια:

  1. Λαμπρινή ταυτίζομαι πλήρως! αυτές οι..μαμάδες μας που ήταν μικρές αλλά στα μάτια μας τοοσο μεγάλες.. η αλήθεια είναι ότι ήταν τόσο μεγάλες όχι σε ηλικία αλλά σε μεγάλες ως άνθρωποι (σε κουράγια, αποδοχή, αντοχή, αυταπάρνηση κλπ κλπ) πάντως η μαμά μου μεγαλώνοντας έμεινε.. μεγάλη στα μάτια μου.. μεγάλη εκεί στην ηλικία των 36..εκεί την έχω αφήσει και ας έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε :)
    Και για να κλείσω πάντα στη γιορτή της μητέρας ο νους μου πάει στη δική μου μαμά, ότι αυτή γιορτάζει, όχι εγώ που έγιναν πλέον μάνα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δάφνη λυπάμαι πάρα πολύ. Ναι ίσως ήταν έτσι οι περισσότερες μαμάδες στα 80'ς και ο κανόνας ήταν εκείνος τότε. Σε ευχαριστώ που πέρασες. Φιλιά πολλά.

      Διαγραφή

Σας άρεσε αυτό που διαβάσατε; Αφήστε στο μπλοκ ένα σχόλιο!

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...